μπιρμπιλομάτης

μπιρμπιλομάτης
-α, -ικο
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μεγάλα, ζωηρά και παιχνιδιάρικα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπιρμπίλι (II) + μάτι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”